νόμιμος

νόμιμος
-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ νόμιμος, -ίμη, -ον, Α θηλ. και -ος)
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά τους νομικούς θεσμούς, έννομος, σύμφωνος με τον νόμο (α. «νόμιμος γάμος» β. «νόμιμοι ἔρωτες», Γοργ.)
2. αυτός που τηρεί τους νόμους («νόμιμος καὶ κόσμιος», Πλάτ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νόμιμα
οι διατάξεις και διατυπώσεις που ορίζονται από τους νόμους
4. φρ. «νόμιμα παιδιά», «νόμιμοι παίδες», «νόμιμα τέκνα» — τα παιδιά που γεννιούνται από νόμιμο γάμο
νεοελλ.
1. αυτός που καθορίζεται, που καθιερώνεται με νόμο («νόμιμη ηλικία» — η ηλικία που καθορίζεται με νόμο και κατά την οποία ο πολίτης αποκτά ορισμένα δικαιώματα)
2. φρ. α) «νόμιμος μοίρα» ή «νόμιμη μοίρα»
(νομ.) κληρονομική μερίδα την οποία δικαιούνται οι αναγκαίοι κληρονόμοι από την περιουσία τού κληρονομουμένου και ανεξάρτητα από τη θέλησή του
β) «νόμιμος κληρονόμος»
(νομ.) αυτός που αντλεί το δικαίωμα τής κληρονομιάς από τον νόμο
μσν.
1. αυτός που περιέχει νόμους ή αναφέρεται σε νόμους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νόμιμον
α) (περιλπτ.) η νομοθεσία, το δίκαιο
β) θεσμός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται σύμφωνα με συνήθεια ή με έθιμο
2. (το ουδ. πληθ. και σπαν. εν. ως ουσ.) οι νόμοι, ο νόμος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έθιμα, οι συνήθειες
αρχ.
1. συνήθης («ὡς τὸν ἀμαθέστερον ὑπὸ τοῡ σοφωτέρου νόμιμον εἴη δεδέσθαι», Ξεν.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οι συνηθισμένες, οι καθιερωμένες επικήδειες τελετές
3. φρ. α) «νόμιμα θεοῡ» — ο δεκάλογος τού Μωυσή
β) «Νόμιμα βαρβαρικά» — τίτλος έργου τού Αριστοτέλους
γ) «ἄνευ νομίμων» — άνομα, άδικα.
επίρρ...
νομίμως και -a (ΑΜ νομίμως)
σύμφωνα με τον τρόπο που επιβάλλουν οι νόμοι («οἴδαμεν δὲ ὅτι καλὸς ὁ νόμος, ἐάν τις αὐτῷ νομίμως χρῆται», ΚΔ)
αρχ.
1. κατά τη συνήθεια
2. φρ. α) «νομίμως ἀποθνήσκω» — πεθαίνω με φυσικό θάνατο
β) «οἱ νομίμως ἀθλοῡντες» ή «οἱ νομίμως πεπαιδευμένοι» — οι κατ' επάγγελμα αθλητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. μόν-ιμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νόμιμος — conformable to custom masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμιμος — η, ο 1. ο σύμφωνος με τους νόμους: Νόμιμος γάμος. – Νόμιμη ενέργεια. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., νόμιμα οι διατάξεις των νόμων: Σύμφωνα με τα διεθνή νόμιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομιμώτερον — νόμιμος conformable to custom adverbial comp νόμιμος conformable to custom masc acc comp sg νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμώτατα — νόμιμος conformable to custom adverbial superl νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμώτατον — νόμιμος conformable to custom masc acc superl sg νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίμων — νόμιμος conformable to custom fem gen pl νόμιμος conformable to custom masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίμως — νόμιμος conformable to custom adverbial νόμιμος conformable to custom masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμιμον — νόμιμος conformable to custom masc acc sg νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμωτάτην — νόμιμος conformable to custom fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμωτάτης — νόμιμος conformable to custom fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”